- συμφύλαξ
- συμ-φύλαξ, ακος, ὁ, Mitwächter
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμφύλαξ — fellow watchman masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφύλαξ — ακος, ὁ, Α σύμφρουρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φύλαξ] … Dictionary of Greek
συμφυλάκων — συμφύλαξ fellow watchman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφύλακα — συμφύλαξ fellow watchman masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφύλακας — συμφύλαξ fellow watchman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
ξυμφυλάκων — συμφυλάκων , συμφύλαξ fellow watchman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφύλακας — συμφύλακας , συμφύλαξ fellow watchman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)